- συντελεύω
- μετ.1) доконать, погубить; 2) уничтожать, разрушать;
§ ο κόσμος συντελεύεται κν η γριά χειροτεχνίζει — посл. ему всё трын-трава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ο κόσμος συντελεύεται κν η γριά χειροτεχνίζει — посл. ему всё трын-трава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συντελεύω — Ν 1. αποτελειώνω 2. (ειδικά) καταστρέφω, χαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελεύω «τελειώνω» (< τέλος)) … Dictionary of Greek